.

.
Violent Protest, Contentious Politics, and the Neoliberal State _Ολόκληρο το κείμενο

.

.
Actuel Marx _Ολόκληρο το κείμενο

.

.
Partecipazione & Conflitto _Ολόκληρο το κείμενο
Θεωρώντας τα ελληνικά γεγονότα ως κατεξοχήν έκφανση συγκρουσιακής πολιτικής το κείμενο αυτό αποσκοπεί (με διαφορετικές ειδικές εμφάσεις σε κάθε μια από τις εκδοχές του) στη θεωρητική τους αποτίμηση και αξιοποίηση. Εκτιμά ότι τα υφιστάμενα εννοιολογικά εργαλεία, αν και εξαιρετικά χρήσιμα για μια πρώτη, βασική ερμηνεία της έκρηξης του Δεκέμβρη, παρουσιάζουν εντούτοις κενά που ο αναστοχασμός πάνω στην ελληνική περίπτωση είναι δυνατόν να καλύψει. Το πρώτο πρόβλημα είναι εννοιολογικό. Γεγονότα όπως αυτά του Δεκέμβρη τείνουν να εκλαμβάνονται ως απλές ταραχές (riots) –εκδοχές ενός αδιαφοροποίητα «βίαιου» ρεπερτορίου συλλογικής δράσης. Όμως οι «ταραχές» πουθενά δεν ορίζονται. Η πρώτη εννοιολογική μέριμνα του κειμένου εστιάζεται συνεπώς εκεί: στο σαφή προσδιορισμό της κρίσιμης αυτής μορφής συλλογικών δράσεων. Έχοντας αναδείξει τον βασικό σημασιολογικό πυρήνα των «ταραχών», υποστηρίζεται ωστόσο πως, για την αποτίμηση περιπτώσεων όπως αυτή που μας απασχολεί, η έννοια δεν επαρκεί και χρειάζεται συμπλήρωση. Ο ελληνικός Δεκέμβρης δεν ήταν απλώς ταραχή, αλλά μια ειδική –και ως τα σήμερα θεωρητικά αδιερεύνητη— διεκδικητική μορφή που το κείμενο εννοιολογεί ως εξεγερσιακές συλλογικές δράσεις. Κρίσιμος διαφοροποιητικός παράγοντας αποτελεί η διάχυση των δράσεων σε ακτίνα πολύ μεγαλύτερη από την εστία της αρχικής τους ανάληψης. Προκειμένου να διερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους επιτελείται η κομβική αυτή διαδικασία, εξετάζονται τρεις παραμελημένες διαστάσεις της συγκρουσιακής πολιτικής, η συγκινησιακή, η χωρική και η χρονική.
Ορίζοντας προκαταρκτικά τις συγκρουσιακές ταραχές ως χρονικά συμπυκνωμένες, συλλογικές, έκνομες και δημόσιες εκφράσεις μιας ιστορικής σχέσης ενδημούσας βίας ανάμεσα σ’ έναν ιδιαίτερο πληθυσμό και τους επίσημους φορείς πειθάρχησης, επιχειρείται πριν και πρώτα απ’ όλα η αποκρυπτογράφηση αυτού του ξεχωριστού ρεπερτορίου συλλογικής διεκδίκησης. Κοινό, σχεδόν ταυτοτικό, γνώρισμα, όλων των συγκρουσιακών ταραχών είναι το απρόσμενο ξέσπασμα τους: Εμφανίζονται εκρηκτικά, ως κορυφώσεις μιας εν πολλοίς αδιόρατης συγκρουσιακής διαδρομής, χωρίς «προηγούμενη μνήμη». Κάτω από αυτό το πρίσμα δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο βίος τους είναι, εκτός από έντονα συγκρουσιακός, και χαρακτηριστικά βραχύς. Δεύτερο καθοριστικό γνώρισμα αποτελεί η εμφάνιση ενός «μη κανονικοποιημένου» περιστατικού κατασταλτικής βίας που θέτει υπό αμφισβήτηση τόσο τα ισχύοντα σχήματα αδικίας όσο και τα εμπεδωμένα υποδείγματα αποτελεσματικής αντιμετώπισης του «ζοφερού μέλλοντος». Και ενώ στις περισσότερες συλλογικές δράσεις κινηματικής υπόστασης συνδιαλέγονται ο θυμός με την ελπίδα που γεννά η ανάληψη συλλογικής δράσης, στην περίπτωση των συγκρουσιακών ταραχών το στοιχείο της ελπίδας φαίνεται να απουσιάζει. Τρίτο λοιπόν, ειδοποιό γνώρισμα των συγκρουσιακών ταραχών είναι ο θυμός χωρίς ελπίδα. Δεν πρέπει, ως εκ τούτου, να προκαλεί έκπληξη ότι σε αυτά τα ιδιαίτερα συγκρουσιακά  momentum δεσπόζουν οι αυθόρμητες μορφές συντονισμού. Η διαδικασία της αυθόρμητης δράσης μοιάζει πως τίθεται σε κίνηση μέσα από τη συνεύρεση ad hoc μορφωμάτων με υφιστάμενες οργανώσεις, οι οποίες συγκυριακά ρευστοποιούν τα ταυτοτικά τους σύνορα και λειτουργούν ως υποκινητές του αυθόρμητου. Ίσως γι’ αυτό, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι δράσεις δεν αναλαμβάνονται υπό την «καθοδήγηση» συγκεκριμένων οργανώσεων (περισσότερο ή λιγότερο θεσμισμένων), αλλά από συνευρέσεις ομάδων που στο περιεχόμενο και την ένταση συγκρουσιακότητά των δράσεων. Σε κάθε περίπτωση, τα επεισόδια που συνυφαίνουν την ενεργό χρονικότητα  των ταραχών κατεξοχήν διαπερνούν το κατώφλι της νομιμότητας. Πρόκειται για έκτακτες μορφές που, διαρρηγνύουν καθημερινές ρουτίνες και τις συμβατικές βεβαιότητες και που φέρνουν στη διεκδικητική σκηνή νέους δρώντες και καινοτόμα αιτήματα. Προκύπτει κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα ακόμη διακριτικό γνώρισμα των συλλογικών δράσεων σε περιόδους συγκρουσιακών ταραχών, η συμβολική βιαιότητα των δράσεων. Ιχνηλατώντας την εμπειρία του ελληνικού Δεκέμβρη, παρατηρούνται: εκτεταμένες λεηλασίες μεγάλων καταστημάτων, εμπρησμοί και υλικές ζημιές σε τράπεζες, συγκρούσεις με την αστυνομία και συμβολικές επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα, σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας.  Οι δράσεις αυτές δεν συνιστούν μόνο απόπειρες δημόσιας εναντίωσης στους θεσμούς, ειδικότερα τους κατασταλτικούς και τους εν γένει θεσμούς κοινωνικού ελέγχου. Αποτελούν ταυτόχρονα και μορφές συμβολικής ρήξης με τα κυρίαρχα πολιτισμικά πρότυπα (καταναλωτισμός, αισχροκέρδεια), αλλά και την κοινωνική εκείνη κατηγορία που ορίζεται ως κεντρικός φορέας της αντίστοιχης ηθικής τάξης πραγμάτων (τους «νοικοκυραίους»). Στα γεγονότα του Δεκέμβρη συναντάμε όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά που με μια έννοια ενορχηστρώνουν τα «ρεπερτόρια των συγκρουσιακών ταραχών», όπου και αν εμφανίζονται. Η
ελληνική περίπτωση όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Ο συνδυασμός :
  • γεωγραφικής διάχυσης της συγκρουσιακών ταραχών τόσο σε εθνική όσο και διεθνική κλίμακα ·
  • της επέκτασης των δράσεων σε πρώην ανενεργές κοινωνικές ομάδες και ενεργοποίησης υφιστάμενων πλην λανθανόντων διεκδικητικών κυψελών ·
  • της πόλωσης με το σύστημα των θεσμικών πολιτικών élites · και
  • της διεύρυνσης της συγκρουσιακής αμφισβήτησης, πέρα από τα «κατηγορικά σύνορα» της αστυνομίας, στον ηθικό και κανονιστικό πυρήνα της υφιστάμενης «κανονικής» τάξης πραγμάτων, και  ανάδυσης μιας βαθιά ενδοκοινωνική σύγκρουσης  
αποτελούν στοιχεία τα οποία κατά κανόνα απουσιάζουν από τις απλές συγκρουσιακές ταραχές που τείνουν να εκδηλώνονται τοπικά και χωρίς προοπτικές διάχυσης. Πρόκειται για πραγματικότητα εν πολλοίς απαρατήρητη (και ως εκ τούτου αναλυτικά απροσπέλαστη) από τα υφιστάμενα θεωρητικά σχήματα, που επιβάλλει την εννοιολόγηση ενός άλλου υποδείγματος συγκρουσιακής δράσης: της εξεγερσιακής. Το κείμενο υποστηρίζει ότι το συγκρουσιακό αυτό παράδειγμα δεν μπορεί να ερμηνευθεί επαρκώς αν δεν ληφθεί υπόψη η επενέργεια τριών αποσιωπημένων διαστάσεων της συγκρουσιακής πολιτικής: τη συγκινησιακής, τη χωρικής και της χρονικής.

Συλλογικές δράσεις που εμφανίζονται σε ένα συγκεκριμένο τόπο είναι δυνατόν, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις να πυροδοτήσουν επάλληλες συγκρουσιακές δυναμικές. Εκτίμηση του κειμένου είναι πως κρίσιμο για την κατανόηση της «διαδρομής» μεταβίβασης της συγκρουσιακότητας είναι η ανάδειξη τόσο της συγκινησιακής ενέργειας που εκλύεται σε συλλογικό επίπεδο, με το άκουσμα της δολοφονίας ενός 15χρονου –έλληνα– μαθητή και
«αθώου», στα Εξάρχεια, όσο και της επικοινωνιακής δυναμικής των νοημάτων που αναπαραστατικά διατυπώνονται μέσα από τις συγκρουσιακές δραματουργίες.Η είδηση της δολοφονίας του Αλέξη, μεταδίδεται τόσο από «έμμεσα κανάλια διαβίβασης μηνύματος», από τα ΜΜΕ και εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης, όσο και άμεσα, στόμα με στόμα, ανάμεσα σε όλους τους λιγότερο ή περισσότερο ενεργούς πολιτικούς δρώντες της περιοχής των Εξαρχείων. Το γεγονός ότι στην περιοχή προϋπάρχει ένας συναισθηματικός οδηγός ερμηνείας των συμβάντων που σταδιακά συγκροτείται μέσα από την χρόνια εμπειρία καταστολής και την ταυτόχρονη επινόηση προτύπων αντίστασης σε αυτή, συνιστά έναν πρώτο παράγοντα εξήγησης της χρονικά άμεσης εμφάνισης συγκρουσιακής δράσης. Η κρίσιμη διαδικασία για τη νομιμοποίηση και προτροπή σε δράση, της απόδοσης (νοήματος) της απειλής επιτελείται, σε μεγάλο βαθμό, όχι τόσο εξαιτίας της εμπλοκής οργανώσεων με ισχυρούς οργανωτικούς πόρους, όσο γιατί «στην ταυτοτική και συναισθηματική εργαλειοθήκη» (στο εμείς vs. οι αντίπαλοι) μιας συγκεκριμένης πολιτικής γεωγραφίας ομάδων περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η αντίθεση στην εμπειρία καταστολής.
Εξαιρετικά κρίσιμη όμως πέρα από την ύπαρξη των διαθέσιμων προτύπων ερμηνείας της κατασταλτικής πραγματικότητας, υπήρξε και η παρουσία γεφυροποιών δεσμών αλληλεγγύης ανάμεσα στους συγκρουσιακούς δρώντες. Απουσία δεσμών αλληλεγγύης, η είδηση του «μονωμένου περιστατικού»  παραμένει αμφίβολο αν θα οδηγούσε, αντί στην ανάληψη εξεγερσιακών δράσεων, στην παραλυσία. Κρίσιμες υπήρξαν, επιπλέον, οι σχέσεις των ελευθεριακών αριστερών οργανώσεων με δυνάμεις της θεσμικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) που λειτούργησαν συγκυριακά ως δυναμικός ιστός μεταβίβασης της πληροφορίας και της ηθικής προσταγής σε δράση. Η αρχική πιστοποίηση της δημόσιας έκφρασης οργής απέναντι στην αστυνομική ασυδοσία από μια δύναμη της Αριστεράς με θεσμική υπόσταση επέδρασε καταλυτικά, αν όχι στη διάχυση, τουλάχιστον στην «έξω-χωρική» νομιμοποίηση των εξεγερσιακών δράσεων. Μέσα από δεσμούς αλληλεγγύης καθώς και διαδικασίες που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια προηγούμενων διεκδικητικών κυμάτων (π.χ. φοιτητικές κινητοποιήσεις ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16, το 2006) προωθήθηκε επίσης η κομβική διαδικασία του συντονισμού. Οι καταλήψεις της Νομικής, του Πολυτεχνείου και της ΑΣΣΟΕ και η συγκρότηση των ad hoc συντονιστικών συνέλευσης μετουσιώθηκαν σε νέους, παράλληλους συγκρουσιακούς χώρους που με τη σειρά τους έθεσαν σε κίνηση μια δυναμική διαδικασία επινόησης νέων συγκρουσιακών συμβάντων. Όμως οι εστίες αλληλεγγύης και οι παράλληλες διεκδικητικές διαδρομές δεν επαρκούν για να κατανοήσουμε την κοινωνιο-γεωγραφική εμβέλεια της εξεγερτικής διάθεσης αν δεν λάβουμε υπόψη μας δυο κατ’ εξοχήν συγκινησιακές μεταβλητές: (α) το  ηθικό σοκ που προκάλεσε το άκουσμα της δολοφονίας Γρηγορόπουλου  και (β) η συναισθηματική, επικοινωνιακή δυναμική των υφιστάμενων συγκρουσιακών τελετουργικών στη διαδικασία ενίσχυσης ταυτότητας. 
Το απροσδόκητο, εν προκειμένω μη κανονικοποιημένο συμβάν αστυνομικής καταστολής, γίνεται αντιληπτό ως υπέρτατη ύβρις. Στη φιγούρα του δράματος, στο πρόσωπο ενός ελληνικής καταγωγής μαθητή που πυροβολείται εν ψυχρώ από ειδικό φρουρό, είναι δυνατόν να αναγνωρίσουν στοιχεία ομοιότητας με την «τρέχουσα» (ή και δυνητική) κοινωνική και συναισθηματική τους ταυτότητα τόσο μέλη της ίδιας δημογραφικής κατηγορίας (νεαροί μαθητές) όσο και τμήματα του πληθυσμού που υφίστανται συστηματικά τις επιπτώσεις της γενικευμένης αδικίας, με τη μορφή της κρατικής καταστολής. Το δε πλαίσιο αδικίας (injustice frame)- οι συντεταγμένες πρόσληψης και ερμηνείας απειλών στη ροή της καθημερινότητας- έχουν εν προκειμένω συγκεκριμένο ηθικό και φυσικό αυτουργό (τον ειδικό φρουρό Κορκονέα) και όχι κάποια αφηρημένη κατηγορία (π.χ το νεοφιλελευθερισμό ή την καταστολή γενικά). Η συγκεκριμενοποίηση του προσώπου στην τέλεση μιας θανατηφόρου αδικίας, συνιστά έναν από
τους κομβικούς μοχλούς κινητοποίησης της οργής, τουλάχιστον σε ό, τι αφορά τις απαρχές ενός τόξου διαμαρτυρίας. Εξίσου κρίσιμοι είναι όμως και οι άλλοι δυο αιτιώδεις παράγοντες που το κείμενο επισημαίνει, ο χωρικός και ο χρονικός.
Σπάνια συνειδητοποιούμε τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο που ο χώρος διαδραματίζει στη συγκρουσιακή πολιτική, ιδιαίτερα σε συγκυρίες τόσο έντονες και πυκνές όπως στις εξεγερσιακές συλλογικές δράσεις. Το κείμενο υποστηρίζει πως προϋπόθεση για μια επαρκή ερμηνεία και επεξήγησή τους είναι η συμπερίληψη του —κάτι που βέβαια απαιτεί χωρική ανάλυση. Πανταχού παρούσα και αναπόδραστη συμπεριφορική διάσταση, ο χώρος αποτελεί κρίσιμο πόρο προς κινητοποίηση προκειμένου για την ανάληψη συγκρουσιακών δράσεων. Η συγκρότηση χωρικών τόπων
  • επικουρεί τη συλλογική ανάταση που απαιτείται ώστε να υπερνικηθεί το κόστος συμμετοχής σε συγκρούσεις με υλικά υπέτερες δυνάμεις καταστολής·
  • διαμορφώνει πολιτικά milieu ζύμωσης και ανεφοδιασμού της διεκδικητικής ενέργειας μακριά από το βλέμμα της αστυνομικής επιτήρησης·
  • διευκολύνει την πολιτική επικοινωνία ανάμεσα σε φυσικά πρόσωπα και ομάδες· και
  • δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να αναδυθούν χωρικά προσδιοριζόμενες κουλτούρες διαμαρτυρίας.
Όμως προϋπόθεση ώστε ο χώρος πράγματι να επενεργήσει ως εξεγερσιακός πόρος είναι η εμπρόθετη σημασιοδότησή του από δίκτυα ενεργών δρώντων: η αξιακή διεκδίκησή του σε αντιπαράθεση με αντίπαλες αναπαραστάσεις και πλαισιώσεις. Απαιτούνται δηλαδή χωρικές δράσεις — (πράγματα όπως η λειτουργία ειδικών χώρων αναψυχής, η διαμόρφωση τόπων κοινωνικής συνεύρεσης, κτλ.) που στεγάζουν και εκτρέφουν τη συγκρουσιακή κουλτούρα.  Σχεδόν καθεμιά από τις όψεις αυτές βρίσκει εφαρμογή στην περίπτωση των Εξαρχείων, που στα γεγονότα του Δεκέμβρη λειτούργησαν ως εξεγερσιακή κρήνη. Θα ήταν ωστόσο λάθος να θεωρηθεί ότι η συγκρουσιακή κουλτούρα των Εξαρχείων ανακύπτει μόνο αρνητικά: ως αντίδραση στην αστυνομική αυθαιρεσία. Η ύπαρξη και δράση τόσων οργανώσεων και δικτύων διατηρεί ζωντανό το εγχείρημα της υλοποίησης ριζοσπαστικών πολιτικών οραμάτων (αλλά και εναλλακτικών προτύπων οργάνωσης της καθημερινότητας) στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένα χωρικής συλλογικής ταυτότητας που το βράδυ της δολοφονίας εκρήγνυται δημιουργώντας ένα αρραγές ηθικό-πολιτικό μέτωπο οργής. Όμως η ισχύς του εκπεμπόμενου μηνύματος αποκτά αναλυτική συνάφεια μόνο στο βαθμό που οι συνθήκες υποδοχής του είναι δεκτικές —γεγονός που οδηγεί τον προβληματισμό στο διευρυμένο πεδίο της αστικής συγκρότησης της Αθήνας
που, χωρίς να προσομοιάζει στο μοντέλο του αγγλοσαξωνικού inner city, είναι ωστόσο αποψιλωμένο από τις ανώτερες μεσαίες τάξεις (με την εξαίρεση του Κολωνακίου)· περιλαμβάνει πανεπιστημιακές σχολές· και διατηρεί στο ακέραιο όλες τις χωρικές μνήμες μιας μακράς και έντονης συγκρουσιακής παράδοσης. Αποτελεί, έτσι, ένα εκρηκτικό μείγμα υψηλής πολιτικοποίησης και φθίνοντος βιοτικού επιπέδου. Τμήμα του (δυτικά της Λεωφόρου Πατησίων) αποτελούν επίσης συνοικίες όπου συνωστίζονται, σε κατά κανόνα άθλιες συνθήκες, οι πληθυσμοί των νέων μεταναστών —τόποι και τρόποι ζωής που αντιπαραβάλλονται δραματικά με το εμπορικό κέντρο. Η ισχύς του μηνύματος που εκπέμφθηκε από τα Εξάρχεια βρήκε λοιπόν πρόσφορο έδαφος διάδοσης —που σε ένα διαφορετικό χωροταξικό πλαίσιο θα απουσίαζε.
Ο χαρακτήρας, ο ρυθμός και η δυναμική των συγκρουσιακών φαινομένων αποτελούν επίσης συνάρτηση του χρονισμού τους: οι εξελίξεις θα ήταν διαφορετικές αν η αλληλουχία υλοποίησής τους διέφερε. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερη σημασία αποκτά η έννοια του κομβικού συμβάντοςπυκνές, ασυνεχείς στιγμές που μεταβάλλουν τη ροή της συγκυρίας επιφέροντας ποικίλα δομικά αποτελέσματα συμπεριλαμβανομένων και νέων σχημάτων για την ερμηνεία της πραγματικότητας. Το κείμενο προσεγγίζει τη χρονικότητα του Δεκέμβρη μέσα από δυο συμπληρωματικά πρίσματα. Το πρώτο διερευνά την αλληλουχία των κομβικών συμβάντων που συνέτειναν στη διάχυση των εξεγερσιακών δράσεων κατά τις πρώτες κρίσιμες ώρες και ημέρες μετά τη δολοφονία και, δευτερευόντως, παράγοντες που οδήγησαν στη σταδιακή τους υποχώρηση. Το δεύτερο, πιο μακροσκοπικό και προβολικό, διερωτάται για το αν και κατά πόσο ο ίδιος ο Δεκέμβρης μπορεί να αποτελέσει κομβικό-μετασχηματιστικό συμβάν στη ροή της ελληνικής συγκρουσιακής πολιτικής.